ἐφημερίου

ἐφημερίου
ἐφημέριος
on
masc/neut gen sg
ἐφημέριος
on
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Монастырь Святой Троицы (Метеора) — православный храм Монастырь Святой Троицы греч. Η Μονή Αγίας Τριάδος …   Википедия

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Δημητρακόπουλος, Ανδρόνικος — (Συνεβρό Καλαβρύτων 1826 – Λειψία 1872). Θεολόγος, βυζαντινολόγος και κληρικός. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ανδρέας. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και εργάστηκε ως δάσκαλος. Αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εγκαταστάθηκε στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Κοζάκης-Τυπάλδος — Επώνυμο κλάδου της οικογένειας των Τυπάλδων (βλ. λ. Τυπάλδος), από την Κεφαλονιά. Θεωρείται ότι το σκέλος Κ. προήλθε από επιγαμία με κόρη Βενετού ευγενούς (Cosacchi). Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Αγαθάγγελος (Ανδρέας Κοζάκης Τυπάλδος, Ληξούρι… …   Dictionary of Greek

  • Κορέσιος ή Κορέσης — Επώνυμο οικογένειας γιατρών και λογίων του 16ου και του 17ου αι., από τη Χίο. 1. Γεώργιος (17ος αι.). Ιατροφιλόσοφος και θεολόγος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα της Ιταλίας και δίδαξε την ελληνική γλώσσα στην Πίζα (1609 15). Εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Κούρτελης, Ιωάννης — (Ληξούρι 1843 – 1897). Λόγιος και δημοσιογράφος. Ήταν ένας από τους ιδρυτές του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός και εκδότης των αθηναϊκών εφημερίδων Αγορά, Ειρηνική, του φιλολογικού περιοδικού Ιλισσός και του σατιρικού Μώμος. Στη Μασσαλία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κανελλοπούλου — Η συλλογή του Παύλου και της Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου στεγάζεται από το 1976 σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο του τέλους του 19ου αι. στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης (οδός Θεωρίας & Πανός, Πλάκα). Αυτή η πολύ σημαντική συλλογή έργων τέχνης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”